- κουκιά
- Ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Vicia faba. Οι βλαστοί της κ. είναι μεγάλοι, αδιακλάδωτοι και μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 2 μ. Τα φύλλα της είναι σύνθετα, αποτελούμενα από έξι μεγάλα, ωοειδή και πλατιά φυλλάρια. Στη βάση κάθε φύλλου υπάρχουν δύο μικρά οδοντωτά παράφυλλα. Τα άνθη της είναι άσπρα, με σκούρα μοβ σημάδια. Οι καρποί είναι επιμήκεις, πεπλατυσμένοι και φτάνουν τα 20 εκ. σε μήκος, ενώ περιελίσσονται ελαφρά κατά το άνοιγμα· περιέχουν 3-4 σπέρματα (κουκιά), μήκους από 8 χιλιοστά έως 3 εκατοστά, τα οποία έχουν ωοειδές σχήμα και χρώμα από καστανοκόκκινο, έως καφέ-πράσινο ή ανοιχτό μοβ.
Η κ. ήταν γνωστή στην Ευρώπη από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως συμπεραίνεται από την ανεύρεση σπερμάτων κ. στους λιμναίους οικισμούς της Ελβετίας της ορειχάλκινης εποχής. Ο Όμηρος αναφέρει τα κουκιά με την ονομασία κύαμοι και ο Θεόκριτος γράφει ότι τρώγονται και καβουρντιστά. Κουκιά βρέθηκαν και στους τάφους των αρχαίων Αιγυπτίων. Στην Αίγυπτο άλλωστε είναι το εθνικό φαγητό της χώρας, γνωστά ως φούλια.
Η κ. καλλιεργείται κυρίως για τα σπέρματά της που χρησιμεύουν ως τροφή ανθρώπων και ζώων. Τα κουκιά είναι πλούσια σε πρωτεΐνες και έχουν θεωρηθεί υποκατάστατο του κρέατος. Σε μερικές όμως περιπτώσεις, η βρώση χλωρών κουκιών προκαλεί τοξικά φαινόμενα γνωστά ως κυάμωση ή κυαμισμός. Η κ. είναι πιθανώς ιθαγενής της Εγγύς Ανατολής, ωστόσο, η καλλιέργειά της έχει επεκταθεί πολύ· καλλιεργείται ευρέως στις εύκρατες περιοχές της Αμερικής, στη Ρωσία και σε περιοχές της Βαλτικής, της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας.
άγρια κ. ή αγριοκούκι ή αγριοκουκιά. Με αυτή την ονομασία είναι γνωστά τρία φυτά:
Lathyrus annuus. Φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Είναι ετήσια πόα με αναρριχώμενους βλαστούς σαν φτερά, μήκους 0,30 έως 1 μ. Χαρακτηριστικό των φυτών αυτών είναι ένα ζευγάρι μικρών γραμμοειδών φύλλων σαν λόγχες, που βρίσκεται στη βάση του κυρίως φύλλου. Έχει άνθη τοποθετημένα ανά 1 έως 3 σε ποδίσκο και φυτρώνει σε ξηρά εδάφη, σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Vicia narbonensis. Φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Είναι μονοετής πόα, ύψους 10-50 εκ., με χνουδωτούς και όρθιους βλαστούς. Τα κατώτερα φύλλα της είναι χωρίς έλικα και τα ανώτερα με διακλαδισμένη έλικα. Τα άνθη της σχηματίζουν βοτρυώδεις ταξιανθίες. Το φυτό αυτό φυτρώνει στην ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως σε καλλιεργημένα ή σε υπό αγρανάπαυση χωράφια.
Agrostemma githago. Φυτό της οικογένειας των καρυοφυλλιδών. Είναι μονοετής πόα, με πυκνές τρίχες και όρθιο βλαστό, ύψους 0,20 έως 1 μ. Έχει αντίθετα, γραμμοειδή φύλλα σαν λόγχες και μεγάλα ροζ ή μοβ άνθη, με πέντε πέταλα. Ο καρπός του είναι ωοειδής κάψα με πολλά, σχεδόν σφαιρικά, μαύρα σπόρια. Συναντάται κυρίως σε καλλιεργημένα με σιτηρά χωράφια, όπου αποτελεί ζιζάνιο, μολύνοντας τη σπορά των σιτηρών κατά τον θερισμό και τον αλωνισμό με τα δηλητηριώδη σπέρματά του. Η βρώση του προκαλεί έντονους στομαχόπονους, διάρροια, αδυναμία και βραδεία αναπνοή. Το είδος αυτό είναι ιθαγενές της Ευρώπης, αν και πλέον έχει μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση και συναντάται σχεδόν σε όλες τις χώρες του βορείου ημισφαιρίου. Πολλαπλασιάζεται με σπορά κατά το φθινόπωρο.
Kαρποί πλατύκαρπης κουκιάς (Vicia faba), λίγο πριν ωριμάσουν τελείως.
Άνθη πλατύκαρπης κουκιάς (Vicia faba), λίγο πριν ωριμάσουν τελείως.
* * *η [κουκί]κοινή ονομασία τού είδους Vicia faba τού γένους βικία, που παράγει τα κουκιά.
Dictionary of Greek. 2013.